επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
επιδετικός — ή, ό [επίδεση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίδεση … Dictionary of Greek
ναρθήκιο — το (Α ναρθήκιον) [νάρθηξ] νεοελλ. βοτ. (κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση) γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών λειριιδών αρχ. 1. μικρό τεμάχιο ή σχίζα νάρθηκα 2. ιατρ. μικρή ράβδος η οποία συνήθως τοποθετούνταν μαζί με άλλες όμοιες ράβδους… … Dictionary of Greek
τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και … Dictionary of Greek
αιμοστατικός — ή, ό (Α αἱμοστατικός, ή, ὸν) Ιατρ. κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι … Dictionary of Greek
γάζα — (Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση κλειδί πάνω… … Dictionary of Greek
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
διαρρωγή — διαρρωγή, η (Α) χάσμα, κενό που αφήνεται κατά την επίδεση με επίδεσμο … Dictionary of Greek